Σωπάτρειος

Σωπάτρειος
Σωπάτρειος, α, ον,
A of Sopatros, Inscr.Délos 438.2 (ii B.C.): neut. -εια, τά, festival in his honour, ib.320 B58 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σωπάτρειος — εία, ον, Α [Σώπατρος] 1. αυτός που αναφέρεται στον ανδριαντοποιό Σώπατρο 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Σωπάτρεια γιορτή στη Δήλο προς τιμήν τού Σωπάτρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”